- επίβρεγμα
- ἐπίβρεγμα το (Α) [επιβρέχω]1. κομπρέσα2. βρέξιμο εξωτερικής επιφάνειας3. αφέψημα4. αλοιφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίβρεγμα — wet application neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρέγμασι — ἐπίβρεγμα wet application neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρέγμασιν — ἐπίβρεγμα wet application neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρέγματα — ἐπίβρεγμα wet application neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρέγματι — ἐπίβρεγμα wet application neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρέγματος — ἐπίβρεγμα wet application neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)